ενσφηνώνω

ενσφηνώνω
και ενσφηνώ, -όω (AM ἐνσφηνῶ) [σφηνώ]
σφηνώνω κάτι, μπήγω σαν σφήνα μέσα ή επάνω σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενσφηνωτικός — ή, ό [ενσφηνώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενσφήνωση …   Dictionary of Greek

  • συμπτύσσω — ΝΜΑ περιστέλλω, συμμαζεύω, διπλώνω (α. «συμπτύσσω τα ιστία» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη πάλιν», Νικ. Χων.) νεοελλ. 1. (σχετικά με παράταξη) ελαττώνω την έκταση, πυκνώνω τις γραμμές («συμπτυχθείτε» πυκνώστε τους ζυγούς) 2. στρ. (μέσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”